ηνιοχεία

ηνιοχεία
η
1) управление (лошадьми); 2) перен. управление, руководство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ηνιοχεία" в других словарях:

  • ἡνιοχεία — ἡνιοχείᾱ , ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc/acc dual ἡνιοχείᾱ , ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιοχείᾳ — ἡνιοχείᾱͅ , ἡνιοχεία chariot driving fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνιοχεία — η (Α ἡνιοχεία) [ηνίοχος] 1. το έργο τού ηνιόχου, το να οδηγεί κάποιος άρμα με ηνία 2. μτφ. διακυβέρνηση, διαχείριση, χειρισμός («ἡ τῆς μηχανῆς αυτῆς ἡνιοχεία καὶ κυβέρνησις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἡνιοχείας — ἡνιοχείᾱς , ἡνιοχεία chariot driving fem acc pl ἡνιοχείᾱς , ἡνιοχεία chariot driving fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιοχείαν — ἡνιοχείᾱν , ἡνιοχεία chariot driving fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιοχείαις — ἡνιοχεία chariot driving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡνιοχείης — ἡνιοχεία chariot driving fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηνίοχος — (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαίριου, που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Καμηλοπάρδαλης, του Περσέα, του Ταύρου, των Διδύμων και του Λυγκός. Κύριοι αστέρες του Η. είναι ο ε, δίδυμος αστέρας μεγέθους 3 που απέχει περίπου 3.400… …   Dictionary of Greek

  • ηνιοχικός — ή, ό (AM ἡνιοχικός, ή, όν) [ηνίοχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν εἶδος», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η ηνιοχική η τέχνη τού να διευθύνει κάποιος άρμα μσν. αρχ. ο ικανός να οδηγεί με τα ηνία, ο… …   Dictionary of Greek

  • ηνιόχησις — ἡνιόχησις, ἡ (Α) [ηνιοχώ] ηνιοχεία*(«ἡνιόχησις νεφέλης», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἡνιοχεῖαι — ἡνιοχέω hold the reins pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἡνιοχεία chariot driving fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»